- τέγγω
- Α1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.)2. υγροποιώ3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.)4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτοβ) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.)5. μέσ. τέγγομαικλαίω, θρηνώ6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή δακρύων ἄχναν]» — χύνω δάκρυα, κλαίω (Πίνδ.)β) «τέγγεται ὄμβρος» — βρέχει (Σοφ.)γ) «τέγγω μαλακόν τι» — μαλακώνω κάτι μουσκεύοντάς το (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέγγω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *teng- «υγραίνω, μουσκεύω» και συνδέεται με τα λατ. tingo / tinguo «μουσκεύω» (< *tengo, πρβλ. και γαλλ. teindre «εμβαπτίζω, βάφω»), καθώς και με το γερμ. ελβετ. tink «υγρός» και τα αρχ. άνω γερμ. thunkōn, dunkōn «μουσκεύω». Το ρ. τέγγω, τέλος, συγγενεύει σημασιολογικά με το ρ. βρέχω το οποίο και διατηρήθηκε ως σήμερα].
Dictionary of Greek. 2013.